συνθημα

συνθημα
    σύνθημα
    σύν-θημα
    -ατος τό
    1) условный знак
    

συνθήματα εἶναι τὰ ὀνόματα Plat.(некоторые говорят), что слова суть условные знаки

    2) pl. условные письмена, шифр Soph., Polyb.
    3) условленный знак, сигнал Her., Thuc.
    4) пароль Her., Thuc.
    5) соглашение, условие Soph., Plat., Xen.
    

ἀπὸ συνθήματος Her., Thuc. и ἐκ συνθήματος Her. — согласно условию

    6) знамение, примета, признак
    

(ξυμφορᾶς τινος Soph.)

    7) условность
    

τὰ παρὰ φύσιν ξυνθήματα Plat. — противоестественные условности

    8) воен. отличительный знак, знамя (sc. τοῦ τάγματος Diod.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συνθημα" в других словарях:

  • σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… …   Dictionary of Greek

  • σύνθημα — το 1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. 2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματι — σύνθημα anything agreed upon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»